- απομέσα
- (τοπ. επίρρ.)1. από μέσα, από το εσωτερικό2. στο εσωτερικό, στη μέσα επιφάνεια3. διαμέσου, μέσα από4. φρ. «μιλώ ή διαβάζω απομέσα μου» — μιλώ ή διαβάζω χαμηλόφωνα ή χωρίς να μιλώ καθόλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απομέσα — επίρρ. τοπ., εσωτερικά, εντός: Φορώ κι άλλα ρούχα απομέσα. – Λέγε το μάθημα απομέσα σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)